ορθοσκοπία

ορθοσκοπία
η
1. ιατρ. α) η ορθοσκόπηση
β) η εξέταση τού οφθαλμού με ορθοσκοπικό φακό
2. φυσ. η ιδιότητα ενός οπτικού οργάνου, κυρίως φωτογραφικού φακού και προσοφθάλμιου οπτικού συστήματος, που έχει υποστεί διορθώσεις ώστε να έχει επίπεδο οπτικό πεδίο και να μην παραμορφώσει τις εικόνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορθοσκοπικός — ή, ό 1. (για φωτογραφικό ή προσοφθάλμιο φακό) αυτός που έχει υποστεί διορθώσεις ώστε να έχει επίπεδο οπτικό πεδίο και να μην παραμορφώνει τις εικόνες 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοσκοπία 3. φρ. α) «ορθοσκοπικό σύστημα» φυσ. οπτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”